διαλυτικός — able to sever masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτικός — ή, ό (AM διαλυτικός, ή, όν) 1. ο ειδικευμένος στη διάλυση 2. ο αναφερόμενος στη διάλυση προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαλυτικά οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν πάνω στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ… … Dictionary of Greek
διαλυτικά — διαλυτικός able to sever neut nom/voc/acc pl διαλυτικά̱ , διαλυτικός able to sever fem nom/voc/acc dual διαλυτικά̱ , διαλυτικός able to sever fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτικώτερον — διαλυτικός able to sever adverbial comp διαλυτικός able to sever masc acc comp sg διαλυτικός able to sever neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτικῶν — διαλυτικός able to sever fem gen pl διαλυτικός able to sever masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτικόν — διαλυτικός able to sever masc acc sg διαλυτικός able to sever neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτικώτατον — διαλυτικός able to sever masc acc superl sg διαλυτικός able to sever neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτικαί — διαλυτικός able to sever fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτικοί — διαλυτικός able to sever masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτικούς — διαλυτικός able to sever masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)